- φοβία
- η(ιατρ.), παθολογικός φόβος, αυτός που νιώθουν ορισμένα νευρασθενικά ή υστερικά άτομα για ασήμαντη αιτία, φοβοπάθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοβία — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) παράλογος φόβος για ένα σαφώς καθορισμένο αντικείμενο, μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, φόβος τού οποίου τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα αναγνωρίζει ο ασθενής αλλά δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν και ο οποίος αποτελεί συνήθως… … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
αγοραφοβία — Φοβία που καλύπτει το 50 60% των φοβικών που υποβάλλονται σε ψυχιατρική θεραπεία. Η α. είναι πιο συχνή στις γυναίκες. Τα πρώτα συμπτώματα αρχίζουν μετά την εφηβεία και εκδηλώνονται σταδιακά. Με τον όρο α. καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα ψυχοπαθολογικών … Dictionary of Greek
καρκινοφοβία — η (ψυχιατρ.) αδικαιολόγητος και παθολογικός φόβος ατόμου ότι έχει ή πρόκειται να προσβληθεί από καρκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + φοβία (< φοβία < φόβος), πρβλ. αγορα φοβία, κλειστο φοβία] … Dictionary of Greek
κατοπτροφοβία — η παθολογικός φόβος τού κατόπτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + φοβία (< φοβία), πρβλ. αγορα φοβία, θανατο φοβία] … Dictionary of Greek
ιοφοβία — η (ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση ψυχοπάθειας, κατά την οποία εκδηλώνεται φόβος για κάθε δηλητήριο ή ουσία που θεωρείται δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + φοβία (< φόβος< φόβος), πρβλ. υγρο φοβία, υδρο φοβία] … Dictionary of Greek
λυσσοφοβία — η παθολογικός φόβος από τον οποίο κατέχεται κάποιος μήπως προσβληθεί από λύσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + φοβία (< φόβος), πρβλ. ζωο φοβία, θανατο φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ακαρεοφοβία — η Ιατρ. παθολογικός φόβος για την ψώρα. Εμφανίζεται λόγω ψευδαισθήσεων και στους κοκαϊνομανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακάρεα* + φοβία* απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. acarophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < acaro (< νεολατιν.… … Dictionary of Greek
βιβλιοφοβία — η η φοβία, η αντιπάθεια για τα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φοβία < φοβος < φόβος, πρβλ. αγγλ. bibliophobia. Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αρ. Κουλουριώτη] … Dictionary of Greek